χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… … Dictionary of Greek
χρωματικά — χρωματικός of neut nom/voc/acc pl χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc/acc dual χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικῶν — χρωματικός of fem gen pl χρωματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικόν — χρωματικός of masc acc sg χρωματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικαί — χρωματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικοῖς — χρωματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικοί — χρωματικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικοῦ — χρωματικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικῆς — χρωματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματικῇ — χρωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)